- ἐνανθρωπήσῃς
- ἐνανθρωπέωput on man's natureaor subj act 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πελάγιος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Καταγόταν από την Ιστρία και πέθανε με μαρτυρικό θάνατο. Θεωρείται πολιούχος και προστάτης της Κωνστάντζας. Η μνήμη του τιμάται στις 28 Αυγούστου. 2. Πέθανε με μαρτυρικό θάνατο το 925. Η μνήμη του… … Dictionary of Greek
Κοράνι — Το ιερό βιβλίο του ισλαμισμού, για το οποίο οι μουσουλμάνοι πιστεύουν ότι αποκαλύφθηκε από τον Θεό στον Μωάμεθ, μέσω του αρχαγγέλου Γαβριήλ. Η ονομασία Κ. ή Κοράνιο (αραβικά Κουράν, Qur’an) προέρχεται από το αραβικό ρήμα κάρα, που σημαίνει… … Dictionary of Greek
Κρυπτικοί — Οπαδοί χριστιανικής λουθηρανικής αίρεσης των αρχών του 17ου αι. Υποστήριζαν ότι ο Ιησούς είχε διατηρήσει κρυφά τις θεϊκές ιδιότητές του στο διάστημα της ενανθρώπησής του. Την αίρεση αυτή υποστήριζαν κυρίως Γερμανοί θεολόγοι … Dictionary of Greek
ουνιταριανοί — Χριστιανικό θρησκευτικό κίνημα που εμφανίστηκε στην Τρανσυλβανία, το β’ μισό του 16ου αι., υπό την ηγεσία του Φραγκίσκου Στανκάρο και του Γεώργιου Μπιαντράτα και διαδόθηκε στην Πολωνία, στην Ουγγαρία, στην Αγγλία και αργότερα στις Ηνωμένες… … Dictionary of Greek